Πτώση βλεφάρου ονομάζουμε τη χαμηλότερη από το φυσιολογικό θέση του άνω βλεφάρου με το μάτι να κοιτάζει μπροστά. Φυσιολογικά το άνω βλέφαρο καλύπτει 1 έως 1.5 χιλιοστό του άνω ορίου του κερατοειδούς. Η βλεφαρόπτωση μπορεί να είναι εκ γενετής (συγγενής) ή να εμφανιστεί αργότερα στη ζωή (επίκτητη). Η επίκτητη πτώση μπορεί να επηρεάσει το ένα ή και τα δύο βλέφαρα και αφορά εξ ίσου και τα δύο φύλα.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων επίκτητης πτώσης βλεφάρου οφείλεται σε χαλάρωση του μυ που είναι υπεύθυνος για το άνοιγμα του ματιού και λέγεται ανελκτήρας μυς. Λιγότερο συχνά αίτια πτώσης είναι μυογενή, νευρογενή , τραυματικά και μηχανικά λόγω όγκου του άνω βλεφάρου. Μυογενή αίτια έχουμε στη μυασθένεια, στη χρόνια προοδευτική οφθαλμοπληγία και στη μυοτονική δυστροφία. Νευρογενή πτώση έχουμε στην παράλυση του κοινού κινητικού νεύρου και στο σύνδρομο Horner’ s.
Οι ασθενείς εμφανίζονται συνήθως παραπονούμενοι για μικρά μάτια, κουρασμένη εμφάνιση, μείωση του οπτικού τους πεδίου ή ακόμα και πονοκέφαλο. Αναγκάζονται να σηκώνουν τα φρύδια ή ακόμα να σηκώνουν το βλέφαρο με το χέρι τους για να μπορέσουν να δουν, στις βαριές περιπτώσεις. Στο ιστορικό του ασθενή πρέπει να σημειωθεί η έναρξη και πιθανή διακύμανση της πτώσης, οικογενειακό ιστορικό με πτώση βλεφάρου, χρόνια χρήση φακών επαφής, ιστορικό τραυματισμού ή εγχείρησης στο μάτι καθώς και πιθανή πρόσφατη χρήση botox. Πρέπει να προηγηθεί έλεγχος της οπτικής οξύτητας, της κινητικότητας του οφθαλμού, της δακρυϊκής στοιβάδας, του βαθμού της πτώσης καθώς και της λειτουργικότητας του ανελκτήρα μυ που είναι ο κυρίως υπεύθυνος μυς για την ανύψωση του βλεφάρου. Η κλινική εξέταση είναι συνήθως αρκετή για να τεθεί η διάγνωση. Κατά την εξέταση, υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η εξέταση των οπτικών πεδίων για να αποδειχθεί η επίδραση της πτώσης στην περιφερική όραση ή/και για ασφαλιστικούς λόγους αν ζητηθεί από την ασφάλεια του ασθενή. Σε ασθενείς ύποπτους για μυοπάθεια μπορεί να ζητηθούν επιπλέον εξετάσεις όπως αντισώματα για υποδοχείς ακετυλοχολίνης, ηλεκτρομυογράφημα , μιτοχονδριακός έλεγχος κ.λπ.. Σε ασθενείς με πτώση και νευρολογικά προβλήματα μπορεί να χρειαστεί αξονική ή μαγνητική τομογραφία για απεικόνιση του εγκεφάλου και των οφθαλμών.
Στη διαφορική διάγνωση εντάσσεται η δερματοχάλαση (περίσσεια δέρματος στο άνω βλέφαρο) και η ψευδοπτώση από ενόφθαλμο, μικρόφθαλμο ή ανάσπαση του άλλου βλεφάρου.
Η αντιμετώπιση της πτώσης είναι χειρουργική στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Μόνο ασθενείς με προβλήματα νευρολογικά, όπως μυασθένεια, παραπέμπονται σε νευρολόγο για φαρμακευτική αγωγή. Κάποιοι ασθενείς βρίσκουν προσωρινή ανακούφιση με τη χρήση οφθαλμικών σταγόνων που διεγείρουν το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.
Οι χειρουργικές τεχνικές για τη διόρθωση της βλεφαρόπτωσης είναι τρείς. Η βράχυνση του ανελκτήρα μυ με τομή στην άνω βλεφαρική αύλακα, η εκτομή του μυ του Muller χωρίς εξωτερικά ράμματα με προσπέλαση από την οπίσθια επιφάνεια του βλεφάρου και η ανάρτηση του βλεφάρου στον μετωπιαίο μυ σε περιπτώσεις ανεπαρκούς λειτουργίας του μυ που σηκώνει τα βλέφαρα. Η επιλογή της χειρουργικής μεθόδου έχει να κάνει με το είδος και τη βαρύτητα της πτώσης καθώς και με πολλές άλλες παραμέτρους που πρέπει να αξιολογηθούν λεπτομερώς προεγχειρητικά. Η εγχείρηση της διόρθωσης της βλεφαρόπτωσης είναι από τις πιο απαιτητικές επεμβάσεις στα βλέφαρα και πρέπει να γίνεται μόνο από εξειδικευμένους ιατρούς. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν καλό αποτέλεσμα όσον αφορά την ανύψωση των βλεφάρων για να βλέπουν καλά αλλά και στη συμμετρική εμφάνιση με τον άλλο οφθαλμό.
Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία συνήθως με τη βοήθεια μέθης που την καθιστά ανώδυνη για τον ασθενή. Η διάρκεια της είναι 30-45 λεπτά περίπου και δε χρειάζεται νοσηλεία και παραμονή στο νοσοκομείο.
Οι συνηθέστερες επιπλοκές είναι ανάπτυξη οιδήματος ή αιματώματος μετεγχειρητικά, η υπερδιόρθωση ή υποδιόρθωση, η αλλαγή του σχήματος του άνω βλεφάρου, η αδυναμία πλήρους κλεισίματος και πολύ σπάνια οπισθοβολβική αιμορραγία που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε μείωση όρασης. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ένα 5-10% των ασθενών θα χρειαστούν πάνω από μία επέμβαση για ένα καλό τελικό αποτέλεσμα. Ο ασθενής θα πρέπει να διακόψει προεγχειρητικά φάρμακα που εμποδίζουν την πήξη του αίματος και να απέχει από έντονη άσκηση και σήκωμα βάρους για 2 εβδομάδες μετά. Κρύες κομπρέσες πάνω στα βλέφαρα για 2-3 ημέρες και τοποθέτηση οφθαλμικής αλοιφής δίνονται ως μετεγχειρητική αγωγή.
Τα μάτια μας αξίζουν όλη μας την προσοχή. Η σωστή διάγνωση νοσημάτων που αφορούν στα μάτια και η έγκαιρη αντιμετώπισή τους είναι μία πολύπλοκη διαδικασία που χρειάζεται γνώσεις, εμπειρία και ιδιαίτερες δεξιότητες από το χειρουργό Οφθαλμίατρο. Η πολυετής εμπειρία του Αθανάσιου Ρουμελιώτη, MD, και η συνεχής του κατάρτιση και ενημέρωση, σε συνδυασμό με τη χρήση σύγχρονων διαγνωστικών μηχανημάτων εξασφαλίζουν την υγεία των ματιών σε κάθε βήμα, διάγνωσης και αντιμετώπισης.